Μια πραγματική ιστορία
Πρωτοχρονιά του 1965 Αθήνα, συνοικία η φτωχογειτονιά των Σεπολίων, στο πατρικό μου σπίτι. Στην πρώτη Δημοτικού τότε, θυμάμαι την εορταστική ζεστή ατμόσφαιρα στην μικρή μονοκατοικία.
Το ραδιόφωνο TELEFUNKEN έπαιζε την εορταστική εκπομπή του Γιώργου Οικονομίδη & της Ρένας Ντορ. Η πετρελαιόσομπα αναμένη στο φουλ. Ο πατέρας μου έχει βάλει το πρώτο ουζάκι, η γιαγιά μου έχει το γενικό κουμάντο στην κουζίνα μαζί με την μάννα μου όπου ετοιμάζουν το Πρωτοχρονιάτικο φαγητό. Εγώ παίζω με το καινούργιο μου ηλεκτρικό τρενάκι, περιχαρής & ευτυχισμένος.
Δύο μήνες πριν, είχε αλλάξει η αρίθμηση των σπιτιών της οδού Δράμας. Ετσι το σπίτι μας από Δράμας 98 που ήταν, έγινε Δράμας 120. Πολλά τα λάθη & η ταλαιπωρία κυρίως του ταχυδρόμου, καθώς τον πρώτο καιρό οι ένοικοι των σπιτιών έδιναν λάθος διεύθυνση.
Εκείνη την εποχή, το ζήτημα "ποδαρικό της Πρωτοχρονιάς" ξεπερνούσε κάθε όριο δυσιδαιμονίας, καθώς εθεωρείτο μεγάλο ρίσκο να κάνεις ποδαρικό σε ένα σπίτι. Αν δεν πήγαινε καλά η χρονιά, εθεωρείτο ότι έφταιγε ο Πρωτοχρονιάτικος "γρουσούζης", τον οποίο εκαταρούντο. Ετσι κανείς δεν τολμούσε να επισκεφθεί κανέναν. Στο παιδικό μου μυαλό είχε παγειωθεί ο φόβος ακόμη & να βγω από την πόρτα, μήπως με φωνάξει κανείς γείτονας, επειδή συνηθιζόταν, να φωνάζουν για ποδαρικό μικρά παιδιά.
Ωρα 1 το μεσημέρι λίγο πριν το μεσημεριανό φαγητό, ο πατέρας μου είναι στο τρίτο ουζάκι, η μάννα μου στην κουζίνα, κάτω από τις οδηγίες της γιαγιάς, έχει αναλάβει τις τελευταίες πινελιές του φαγητού, το ραδιόφωνο παίζει πενιές Περπινιάδη, Ζαμπέτα, Γαβαλά, Τσιτσάνη & δεν συμαζεύεται, το τρενάκι μου έχει αναστενάξει στις μεταφορές από μολυβένια στρατιωτάκια, μέχρι κουβαρίστρες,...& ξαφνικά, χτυπάει το κουδούνι. Τρόμος & φόβος επικρατεί σε όλους εκτός από τον πατέρα μου ο οποίος είναι ήδη στην κοσμάρα του & αναφωνεί ρυθμικά "ώπααα..." στον ρυθμό της μουσικής του TELEFUNKEN. Η γιαγιά μου ανασκουμπώνεται, & σοβαρή & αγριεμένη, αναλαμβάνει να ανοίξει την πόρτα.
Μια μαύρη σεβρολέτ στέσιον βάγκον, με Σταυρό πάνω από το παρμπρίζ, & μανουάλια στο πίσω μέρος, είναι παρκαρισμένη έξω από το σπίτι. Δυό σουβλερομύτηδες, έχουν ξεφορτώσει & αποθέσει στο πεζοδρόμιο, ένα μακρόστενο ξύλινο κουτί με άσπρο σατέν σεντόνι. Το καπάκι του κουτιού με έναν Σταυρό επάνω το έχουν ακουμπήσει όρθιο δίπλα στην πόρτα μας. Κοιτάζουν απορημένοι την γιαγιά & ακούγοντας τις πενιές & τα "ώπα" του μπαρμπα Σπύρου ψελίζουν: "Που είναι ο νεκρός;"
Αγριεμένη η γιαγιά αρπάζει το σκουπόξυλο που ήταν "παρκαρισμένο" μόνιμα δίπλα στην πόρτα & τους αρχινάει στο κυνήγι κοπανώντας τους. "Μπα που κακό ψόφο νάχετε γρουσούζηδες, άντε στον κόρακα...να χαθείτε..."
Εντρομοι οι δυό σουβλερομύτηδες, μπαίνουν στην μαύρη σεβρολέτ με ανοιχτό το πορτ μπαγκάζ, βάζουν μπροστά & φεύγουν αφήνοντας το ξύλινο κουτί & το καπάκι του στο πεζοδρόμιο.
Ακούγοντας την φασαρία ο πατέρας μου βγαίνει από την κοσμάρα του στο πεζοδρόμιο, & αρχίζει να εξετάζει το κουτί & το καπάκι. Με την αυθεντία του επιπλοποιού που ήταν, απεφάνθη ότι επρόκειτο για ψευτοδουλειά "άρπα κόλα" όπως λεγόταν στην γλώσσα τους.
Στο μεταξύ οι τύποι με την σεβρολέτ, γύρισαν & μέσα από τα αυτοκίνητο ζητούσαν συγγνώμη για το λάθος νούμερο που έκαναν, ζητώντας να τους αφήσουμε να πάρουν πίσω το κουτί & να μαζέψουμε την γιαγιά.
Ο πατέρας μου έχει πάρει το μέτρο & ένα μπλοκάκι & μετράει το κουτί, δηλώνοντας ότι ως επιπλοποιός πάντα είχε την επιθυμία να φτιάξει για νάχει έτοιμο, το δικό του κουτί.
"Πόσο το πουλάτε ρε παλληκάρια;" τους ρωτάει. Στο άκουσμα της τιμής που του είπαν αλλά & ότι το συγκεκριμένο κουτί ήταν ήδη αγορασμένο, πήραν την εκπληκτική απάντηση: "Τόσο μαλάκηδες είναι να ούμ, τόσο ξέρουν, γι αυτό αγοράζουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Εμένα & να μου το χαρίζατε δεν τόπαιρνα..."
Αφού πήραν το κουτί τους & έφυγαν, μαζέψαμε την γιαγιά & το σκουπόξυλο & μπήκαμε μέσα στο σπίτι. Και τότε ήρθε το "κλού". Εμφανίζεται η μάννα μου από την κουζίνα & ρωτάει: "Ποιός ήταν; Ποιός μας έκανε ποδαρικό;..."
Και το TELEFUNKEN συνέχισε το πρόγραμμά του. Καλή χρονιά σε όλους.
Ιάκωβος Τίγκας
Πρωτοχρονιά του 1965 Αθήνα, συνοικία η φτωχογειτονιά των Σεπολίων, στο πατρικό μου σπίτι. Στην πρώτη Δημοτικού τότε, θυμάμαι την εορταστική ζεστή ατμόσφαιρα στην μικρή μονοκατοικία.
Το ραδιόφωνο TELEFUNKEN έπαιζε την εορταστική εκπομπή του Γιώργου Οικονομίδη & της Ρένας Ντορ. Η πετρελαιόσομπα αναμένη στο φουλ. Ο πατέρας μου έχει βάλει το πρώτο ουζάκι, η γιαγιά μου έχει το γενικό κουμάντο στην κουζίνα μαζί με την μάννα μου όπου ετοιμάζουν το Πρωτοχρονιάτικο φαγητό. Εγώ παίζω με το καινούργιο μου ηλεκτρικό τρενάκι, περιχαρής & ευτυχισμένος.
Δύο μήνες πριν, είχε αλλάξει η αρίθμηση των σπιτιών της οδού Δράμας. Ετσι το σπίτι μας από Δράμας 98 που ήταν, έγινε Δράμας 120. Πολλά τα λάθη & η ταλαιπωρία κυρίως του ταχυδρόμου, καθώς τον πρώτο καιρό οι ένοικοι των σπιτιών έδιναν λάθος διεύθυνση.
Εκείνη την εποχή, το ζήτημα "ποδαρικό της Πρωτοχρονιάς" ξεπερνούσε κάθε όριο δυσιδαιμονίας, καθώς εθεωρείτο μεγάλο ρίσκο να κάνεις ποδαρικό σε ένα σπίτι. Αν δεν πήγαινε καλά η χρονιά, εθεωρείτο ότι έφταιγε ο Πρωτοχρονιάτικος "γρουσούζης", τον οποίο εκαταρούντο. Ετσι κανείς δεν τολμούσε να επισκεφθεί κανέναν. Στο παιδικό μου μυαλό είχε παγειωθεί ο φόβος ακόμη & να βγω από την πόρτα, μήπως με φωνάξει κανείς γείτονας, επειδή συνηθιζόταν, να φωνάζουν για ποδαρικό μικρά παιδιά.
Ωρα 1 το μεσημέρι λίγο πριν το μεσημεριανό φαγητό, ο πατέρας μου είναι στο τρίτο ουζάκι, η μάννα μου στην κουζίνα, κάτω από τις οδηγίες της γιαγιάς, έχει αναλάβει τις τελευταίες πινελιές του φαγητού, το ραδιόφωνο παίζει πενιές Περπινιάδη, Ζαμπέτα, Γαβαλά, Τσιτσάνη & δεν συμαζεύεται, το τρενάκι μου έχει αναστενάξει στις μεταφορές από μολυβένια στρατιωτάκια, μέχρι κουβαρίστρες,...& ξαφνικά, χτυπάει το κουδούνι. Τρόμος & φόβος επικρατεί σε όλους εκτός από τον πατέρα μου ο οποίος είναι ήδη στην κοσμάρα του & αναφωνεί ρυθμικά "ώπααα..." στον ρυθμό της μουσικής του TELEFUNKEN. Η γιαγιά μου ανασκουμπώνεται, & σοβαρή & αγριεμένη, αναλαμβάνει να ανοίξει την πόρτα.
Μια μαύρη σεβρολέτ στέσιον βάγκον, με Σταυρό πάνω από το παρμπρίζ, & μανουάλια στο πίσω μέρος, είναι παρκαρισμένη έξω από το σπίτι. Δυό σουβλερομύτηδες, έχουν ξεφορτώσει & αποθέσει στο πεζοδρόμιο, ένα μακρόστενο ξύλινο κουτί με άσπρο σατέν σεντόνι. Το καπάκι του κουτιού με έναν Σταυρό επάνω το έχουν ακουμπήσει όρθιο δίπλα στην πόρτα μας. Κοιτάζουν απορημένοι την γιαγιά & ακούγοντας τις πενιές & τα "ώπα" του μπαρμπα Σπύρου ψελίζουν: "Που είναι ο νεκρός;"
Αγριεμένη η γιαγιά αρπάζει το σκουπόξυλο που ήταν "παρκαρισμένο" μόνιμα δίπλα στην πόρτα & τους αρχινάει στο κυνήγι κοπανώντας τους. "Μπα που κακό ψόφο νάχετε γρουσούζηδες, άντε στον κόρακα...να χαθείτε..."
Εντρομοι οι δυό σουβλερομύτηδες, μπαίνουν στην μαύρη σεβρολέτ με ανοιχτό το πορτ μπαγκάζ, βάζουν μπροστά & φεύγουν αφήνοντας το ξύλινο κουτί & το καπάκι του στο πεζοδρόμιο.
Ακούγοντας την φασαρία ο πατέρας μου βγαίνει από την κοσμάρα του στο πεζοδρόμιο, & αρχίζει να εξετάζει το κουτί & το καπάκι. Με την αυθεντία του επιπλοποιού που ήταν, απεφάνθη ότι επρόκειτο για ψευτοδουλειά "άρπα κόλα" όπως λεγόταν στην γλώσσα τους.
Στο μεταξύ οι τύποι με την σεβρολέτ, γύρισαν & μέσα από τα αυτοκίνητο ζητούσαν συγγνώμη για το λάθος νούμερο που έκαναν, ζητώντας να τους αφήσουμε να πάρουν πίσω το κουτί & να μαζέψουμε την γιαγιά.
Ο πατέρας μου έχει πάρει το μέτρο & ένα μπλοκάκι & μετράει το κουτί, δηλώνοντας ότι ως επιπλοποιός πάντα είχε την επιθυμία να φτιάξει για νάχει έτοιμο, το δικό του κουτί.
"Πόσο το πουλάτε ρε παλληκάρια;" τους ρωτάει. Στο άκουσμα της τιμής που του είπαν αλλά & ότι το συγκεκριμένο κουτί ήταν ήδη αγορασμένο, πήραν την εκπληκτική απάντηση: "Τόσο μαλάκηδες είναι να ούμ, τόσο ξέρουν, γι αυτό αγοράζουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Εμένα & να μου το χαρίζατε δεν τόπαιρνα..."
Αφού πήραν το κουτί τους & έφυγαν, μαζέψαμε την γιαγιά & το σκουπόξυλο & μπήκαμε μέσα στο σπίτι. Και τότε ήρθε το "κλού". Εμφανίζεται η μάννα μου από την κουζίνα & ρωτάει: "Ποιός ήταν; Ποιός μας έκανε ποδαρικό;..."
Και το TELEFUNKEN συνέχισε το πρόγραμμά του. Καλή χρονιά σε όλους.
Ιάκωβος Τίγκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου