ΜΙΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Νοσοκομείο Παπανικολάου. Διάδρομος εξωτερικών ιατρείων. Πρωί. Συνωστισμός. Ανθρωποι όλων των λογιών, πονεμένοι, κατσουφιασμένοι, θυμωμένοι, ανήμποροι. Χαλασμένοι Θεοί όλοι τους. Αλλοι φαίνονταν & άλλοι όχι. Μερικοί βάδιζαν υποβασταζόμενοι από άλλους, άλλους τους πήγαιναν με καροτσάκι. Δυό λυγερόκορμες λαμπερές κυρίες ανάμεσά τους επιδείκνυαν διακριτικά τα φρέσκα ηλιοψημένα κάλη τους. Σε μιά γωνιά μόνος του ένας μαύρος γύφτος, με τα δυό δάχτυλα από τα πόδια του ακρωτηριασμένα & ένα σακουλάκι με καθετήρα. Κανείς δεν κάθεται δίπλα του. Ετσι κι αυτός απόθεσε στο διπλανό κάθισμα το σακουλάκι με τα ούρα. Τα φευγαλέα επιπόλαια βλέματα όλα με την ίδια απορία: "Τι θέλει αυτός ανάμεσά μας;" Οι δυό ξανθιές λαμπερές κυρίες από την άλλη, τραγική αντίθεση. Ο γιατρός σένα διπλό εξεταστήριο βλέπει δυό-δυό τους ασθενείς χωρίς ραντεβού. Εντονη ανησυχία αν θα προλάβει να τους δει όλους μέχρι την λήξη του ωραρίου του. Λες & κατάλαβε την ανησυχία & σε μιά στιγμή βγήκε από το εξεταστήριο & βροντοφώναξε: "Δεν έχω ωράριο, δεν θα φύγω αν δεν σας δω όλους. Ηρεμείστε & κάντε υπομονή..." Φημισμένος & ξακουστός στο είδος του, προτίμησε να προσφέρει τις Υπηρεσίες του από το ΕΣΥ, παρά από μια ιδιωτική κλινική ή ένα ιδιωτικό ιατρείο. Το ταπεραμέντο του απέκλειε κάθε σκέψη για φακελάκι.
Με πήρε το παράπονο γύρισα προς τον τοίχο & αναρωτιόμουν γιατί τόσα χάλια. Προς τι οι χαλασμένοι Θεοί. Προσπάθησα για άλλη μιά φορά να δω πίσω από τον τοίχο του πεπερασμένου μυαλού μου, μα πάλι τα ίδια. Ο ίδιος τοίχος πάντα εκεί απροσπέλαστος αδιαπέραστος, μέκλεινε στην φυλακή μου. Θύμωσα νευρίασα, ούρλιαξα μέσα μου από θυμό....Σαν να σταμάτησαν οι ήχοι του περιβάλλοντος, κοίταξα γύρω μου, ήμουν εκεί, δεν ζαλιζόμουν ήμουν σε πλήρη εγρήγορση. Μα ενώ έβλεπα δεν έβλεπα & ενώ άκουγα δεν άκουγα. Ταυτόχρονα ο διάδρομος γέμισε φέρετρα. Ενοιωσα ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν γνώριμοί μου από κάπου, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω από πού. Τους έβλεπα όλους βωβούς ξαπλωμένους στα φέρετρα. Ανάμεσά τους, ένα φέρετρο άδειο που έγραφε το όνομά μου. Ενοιωσα την βούληση κάποιου που ήθελε να μπω μέσα. Η δική μου βούληση ήταν αρνητική, δεν ήθελα να μπω. Και τότε, το σκηνικό άλλαξε ξανά. Τα φέρετρα χάθηκαν & την θέση τους πήραν μωρουδιακές κούνιες. Ολοι οι παλιοί μου γνώριμοι ήταν μέσα στις κούνιες & έκλαιγαν. Ανάμεσά τους & μια κούνια που έγραφε το όνομά μου. Ενοιωσα πάλι ττην ίδια βούληση κάποιου που ήθελε να μπω μέσα στην κούνια..."Μα δεν χωράω..." αντέτεινα. Και τότε χάθηκαν όλα. Οι δυό κυρίες ήταν στην θέση τους , το ίδιο & ο μαύρος γύφτος, το ίδιο & όλοι οι άλλοι.
Επί τέλους έστω για μιά στιγμή κατάφερα να δω μιά στάλα πίσω από τον τοίχο του μυαλού μου, σε πλήρη εγρήγορση. Αυτά που ήξερα τα ένοιωσα τα είδα. Είναι άλλο πράγμα να γνωρίζεις κάτι & άλλο πράγμα να το νοιώσεις. Το διά ταύτα: ή φέρετρο ή μωρουδιακή κούνια. Πως όμως να χωρέσει κανείς μέσα σε μιά κούνια μωρού, διατηρώντας ταυτόχρονα την λογική του, την ευστροφία του & την ευθύνη των πράξεών του; Πρέπει να πετάξει ότι είναι περιτό & πιάνει χώρο. Και για να μιλήσουμε απλά & κατανοητά, πρέπει να κάνει εκκαθάριση δίσκου & ανασυγκρότηση όσο είναι ακόμη καιρός. Γιατί μετά, θα χρειαστεί format & αυτό θα είναι οδυνηρό & επώδυνο.
Ιάκωβος Τίγκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου