Λίγο πριν το "γιοματάρι"
Στην γλώσσα των παλαιών μπεκρήδων, της Αθήνας, σώσμα λέγεται το κρασοβάρελο που είναι προς το τέλος του. Οι ταβερνιάρηδες τότε, έβαζαν έναν τάκο στο πίσω μέρος του βαρελιού & το σήκωναν, ώστε να τρέξει & η τελευταία ποσότητα κρασιού που είχε μέσα.
Οταν οι μπεκρήδες του "ξεροσφύρι" με τα καβουράκια & τα μουστάκια με την μαντέκα, σαν του Ηρακλή Πουαρώ, έβλεπαν το βαρέλι "σηκωμένο", ξύνιζαν τα μούτρα τους & γκρίνιαζαν στον Ταβερνιάρη, καθώς το κρασί αποκτούσε "ντούγια" μυρωδιά βαριά, από την λάσπη & τα κατάλοιπα του βαρελιού & γινόταν θολό. Ζητούσαν να τους πιάσει ένα καρτούτσο, ή ένα μισόκιλο, από το "στουπί", βαρελιού που δεν έχει ακόμη ανοιχτεί, βαλβίδα εξαερισμού στο πάνω μέρος του βαρελιού, που διευκολύνει την ροή του κρασιού από την κάνουλα.
Πολλοί απειλούσαν ότι εάν δεν τους πιάσει από το στουπί κρασί, θα πάνε αλλού που έχει γιοματάρι. Ο Ταβερνιάρης απαντούσε στις απειλές, "να πάτε ρε, αυτός έχει φερτό & σας το πουλάει για γιοματάρι".
Φερτό, ονομαζόταν το κρασί που ο Ταβερνιάρης έφερνε έτοιμο που είχε ζυμωθεί αλλού, ενώ γιοματάρι έλεγαν το κρασί, που είχε ζυμωθεί μέσα στα ίδια τα βαρέλια του ταβερνιάρη.
Επί του πρακτέου λοιπόν, μετά από τις αντεγκλήσεις μεταξύ Ταβερνιάρη & μπεκρήδων, ο Ταβερνιάρης τους έπιανε κρασί γιοματάρι από το στουπί βαρελιού που δεν είχε ακόμη βάλει κάνουλα. Μετά από μερικά μισόκιλα, που είχαν ψιλοαρπάξει, είχε φροντίσει να έχει στο πίσω μέρος του πάγκου, σε κανάτες κρασί σώσμα, το οποίο ανακάτευε μισό μισό με το γιοματάρι & τους το σερβίριζε χωρίς να παίρνουν είδηση. Και μετά από ένα σημείο, τους σερβίριζε σκέτο σώσμα, το οποίο έβρισκαν υπέροχο από την σούρα που είχαν, & έτσι έφευγε το σώσμα, πίνοντας γιοματάρι.
Κάποια στιγμή, όταν σωνόταν το σώσμα, έβαζε κάνουλα στο νέο βαρέλι, λέγοντας ότι κατέβηκε η στάθμη & πλέον δεν έτρεχε από το στουπί που ήταν ψηλά. Οι μπεκρήδες μεθυσμένοι ήδη, συνιθισμένοι στην γεύση του σώσμα που έπιναν για γιοματάρι, όταν γεύονταν το πραγματικό γιοματάρι, ξύνιζαν ξανά τα μούτρα τους & τα έβαζαν με τον ταβερνιάρη, ο οποίος τους χτυπούσε το βαρέλι για να δουν ότι ήταν γεμάτο. Μέχρι που το συνήθιζαν & κοιλούσε η ζωή ήσυχα, μέχρι το επόμενο σώσμα, οπότε ξανά μανά τα ίδια φτου & από την αρχή.
Ο Κόσμος μας, βρίσκεται στο τελευταίο σώσμα, πριν από το γιοματάρι. Και επειδή οι άνθρωποι μεθυσμένοι μπεκρήδες, από τον σοδομισμό που τους διακατέχει, έχουν την αξίωση να πιούν από το στουπί, έχουνε να πιούνε πολύ σώσμα ακόμη, ...από το δήθεν "στουπί", καθώς ταβερνιάρηδες δήθεν πολέμιοι του σώσμα που υπηρετούν, θα εμφανιστούν σερβίροντας κάλπικο γιοματάρι-σώσμα για γιοματάρι.
Κάποια στιγμή όμως, θα μπει & η κάνουλα στο πραγματικό γιοματάρι. Μέχρι τότε προσοχή στην κουφάλα τον Ταβερνιάρη & κάθε Ταβερνιάρη.
Ιάκωβος Τίγκας
Στην γλώσσα των παλαιών μπεκρήδων, της Αθήνας, σώσμα λέγεται το κρασοβάρελο που είναι προς το τέλος του. Οι ταβερνιάρηδες τότε, έβαζαν έναν τάκο στο πίσω μέρος του βαρελιού & το σήκωναν, ώστε να τρέξει & η τελευταία ποσότητα κρασιού που είχε μέσα.
Οταν οι μπεκρήδες του "ξεροσφύρι" με τα καβουράκια & τα μουστάκια με την μαντέκα, σαν του Ηρακλή Πουαρώ, έβλεπαν το βαρέλι "σηκωμένο", ξύνιζαν τα μούτρα τους & γκρίνιαζαν στον Ταβερνιάρη, καθώς το κρασί αποκτούσε "ντούγια" μυρωδιά βαριά, από την λάσπη & τα κατάλοιπα του βαρελιού & γινόταν θολό. Ζητούσαν να τους πιάσει ένα καρτούτσο, ή ένα μισόκιλο, από το "στουπί", βαρελιού που δεν έχει ακόμη ανοιχτεί, βαλβίδα εξαερισμού στο πάνω μέρος του βαρελιού, που διευκολύνει την ροή του κρασιού από την κάνουλα.
Πολλοί απειλούσαν ότι εάν δεν τους πιάσει από το στουπί κρασί, θα πάνε αλλού που έχει γιοματάρι. Ο Ταβερνιάρης απαντούσε στις απειλές, "να πάτε ρε, αυτός έχει φερτό & σας το πουλάει για γιοματάρι".
Φερτό, ονομαζόταν το κρασί που ο Ταβερνιάρης έφερνε έτοιμο που είχε ζυμωθεί αλλού, ενώ γιοματάρι έλεγαν το κρασί, που είχε ζυμωθεί μέσα στα ίδια τα βαρέλια του ταβερνιάρη.
Επί του πρακτέου λοιπόν, μετά από τις αντεγκλήσεις μεταξύ Ταβερνιάρη & μπεκρήδων, ο Ταβερνιάρης τους έπιανε κρασί γιοματάρι από το στουπί βαρελιού που δεν είχε ακόμη βάλει κάνουλα. Μετά από μερικά μισόκιλα, που είχαν ψιλοαρπάξει, είχε φροντίσει να έχει στο πίσω μέρος του πάγκου, σε κανάτες κρασί σώσμα, το οποίο ανακάτευε μισό μισό με το γιοματάρι & τους το σερβίριζε χωρίς να παίρνουν είδηση. Και μετά από ένα σημείο, τους σερβίριζε σκέτο σώσμα, το οποίο έβρισκαν υπέροχο από την σούρα που είχαν, & έτσι έφευγε το σώσμα, πίνοντας γιοματάρι.
Κάποια στιγμή, όταν σωνόταν το σώσμα, έβαζε κάνουλα στο νέο βαρέλι, λέγοντας ότι κατέβηκε η στάθμη & πλέον δεν έτρεχε από το στουπί που ήταν ψηλά. Οι μπεκρήδες μεθυσμένοι ήδη, συνιθισμένοι στην γεύση του σώσμα που έπιναν για γιοματάρι, όταν γεύονταν το πραγματικό γιοματάρι, ξύνιζαν ξανά τα μούτρα τους & τα έβαζαν με τον ταβερνιάρη, ο οποίος τους χτυπούσε το βαρέλι για να δουν ότι ήταν γεμάτο. Μέχρι που το συνήθιζαν & κοιλούσε η ζωή ήσυχα, μέχρι το επόμενο σώσμα, οπότε ξανά μανά τα ίδια φτου & από την αρχή.
Ο Κόσμος μας, βρίσκεται στο τελευταίο σώσμα, πριν από το γιοματάρι. Και επειδή οι άνθρωποι μεθυσμένοι μπεκρήδες, από τον σοδομισμό που τους διακατέχει, έχουν την αξίωση να πιούν από το στουπί, έχουνε να πιούνε πολύ σώσμα ακόμη, ...από το δήθεν "στουπί", καθώς ταβερνιάρηδες δήθεν πολέμιοι του σώσμα που υπηρετούν, θα εμφανιστούν σερβίροντας κάλπικο γιοματάρι-σώσμα για γιοματάρι.
Κάποια στιγμή όμως, θα μπει & η κάνουλα στο πραγματικό γιοματάρι. Μέχρι τότε προσοχή στην κουφάλα τον Ταβερνιάρη & κάθε Ταβερνιάρη.
Ιάκωβος Τίγκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου